- μπολερό
- Παλιός ισπανικός χορός, που άνθησε προς το τέλος του 18ου αι.· η επινόησή του αποδίδεται συνήθως στον περίφημο χορευτή Σεμπαστιάν Θερέθο, ο οποίος τον είχε εμφανίσει το 1780. Η ρυθμική του αγωγή είναι σε τρεις χρόνους· χορεύεται με συνοδεία κιθάρας και με τον ρυθμό που δίνεται κυρίως από τις καστανιέτες. Το μ., αν και αρχικά ήταν λαϊκός χορός, έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη λαογραφική παράδοση. Εισέβαλε με μια ιδιαίτερη γοητεία στη φιλολογία της όπερας, της συμφωνικής μουσικής, της μουσικής δωματίου και εμφανίζεται στην όπερα Preciosa του Βέμπερ, στο Masaniello του Ομπέρ, στους Deux aveugles του Μεΐλ. Ο Σοπέν έγραψε ένα μ. για πιάνο (έργο 19). Κατά τον 20ό αι. επανέκτησε μια κυριαρχική εκφραστική δύναμη, στο περίφημο χορογραφικό ποίημα του Μορίς Ραβέλ, που γράφτηκε το 1928: είναι μια λαμπρή σελίδα, που, αν και συνήθως παίζεται ως συμφωνικό κομμάτι, έχει ποικιλότροπα κεντρίσει τη φαντασία διάσημων χορογράφων και χορευτών.
* * *τοάκλ.1. κοντό γυναικείο ζακετάκι, ανοιχτό στο στήθος, με ή χωρίς μανίκια2. είδος ισπανικού χορού3. τραγούδι και χορός τής Κούβας σε δίχρονο ρυθμό4. είδος συμφωνικής μουσικής σύνθεσης («το Μπολερό τού Ραβέλ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bolero < ισπ. bolero].
Dictionary of Greek. 2013.